- ταμπουρώνω
- Ν [ταμπούρι]1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαια) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαιβ) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου («ταμπουρώνεται πίσω από το αξίωμά του και κάνει συνεχώς ταξίδια»)ii) κλείνομαι ερμητικά στο σπίτι αποφεύγοντας την κοινωνική συναναστροφή («από τότε που χώρισε με τον άντρα της, ταμπουρώθηκε στο σπίτι της»)iii) χρησιμοποιώ επιχείρημα ή πρόσχημα για την υπεράσπισή μου («ταμπουρώνεται πίσω από την άγνοια τών κανονισμών»).
Dictionary of Greek. 2013.